- κήρωσις
- κήρωσις, η (Α) [κηρώ]1. το υλικό, η ουσία τού κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)2. η επικάλυψη με κερί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήρωσιν — κήρωσις material of bees wax fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)